- ἀμφίλογα
- ἀμφίλογοςdisputedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίλογος — η, ο (Α ἀμφίλογος, ον) 1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος 2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογα τα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιλέγω. ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ. μσν. ἀμφιλογοῦμαι] … Dictionary of Greek